- ἔνοχος
- ἔνοχοςheld inmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔνοχον — ἔνοχος held in masc/fem acc sg ἔνοχος held in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχοις — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχου — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχους — ἔνοχος held in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχων — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχῳ — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοχα — ἔνοχος held in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοχοι — ἔνοχος held in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)